ανιαρος

ανιαρος
    ἀνιαρός
    ἀνιᾱρός
    эп.-ион. ἀνιηρός 3
    (ῐ, реже ῑ; эп. compar. ἀνιηρέστερος)
    1) тягостный, неприятный, докучливый Hom., Her., Eur., Arph., Lys., Xen., Plat., Arst., Dem., Plut.
    2) огорченный, печальный Xen.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ανιαρος" в других словарях:

  • ανιαρός — ή, ό (Α ἀνιαρός, ά, όν) [ανία] αυτός που προκαλεί ανία νεοελλ. πληκτικός, μονότονος, δυσάρεστος αρχ. 1. (για πρόσωπα και πράγματα) οδυνηρός, ενοχλητικός, λυπηρός 2. (για ζώα) βλαβερός 3. παθ. θλιμμένος, καταπονημένος, πικραμένος …   Dictionary of Greek

  • ἀνιαρός — ἀνιᾱρός , ἀνιαρός grievous masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανιαρός — ή, ό αυτός που φέρνει ανία: Πολύ ανιαρή ήταν η δουλειά που του ανάθεσαν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀνιηρά — ἀνιαρός grievous neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἀνιηρά̱ , ἀνιαρός grievous fem nom/voc/acc dual (epic ionic) ἀνιηρά̱ , ἀνιαρός grievous fem nom/voc sg (attic epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνιηρέστερον — ἀνιαρός grievous adverbial comp ἀνιαρός grievous masc acc comp sg ἀνιαρός grievous neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνιηρότερον — ἀνιαρός grievous adverbial comp (epic ionic) ἀνιαρός grievous masc acc comp sg (epic ionic) ἀνιαρός grievous neut nom/voc/acc comp sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνιηρῶν — ἀνιαρός grievous fem gen pl (epic ionic) ἀνιαρός grievous masc/neut gen pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνιηρόν — ἀνιαρός grievous masc acc sg (epic ionic) ἀνιαρός grievous neut nom/voc/acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνιηρότατον — ἀνιαρός grievous masc acc superl sg (epic ionic) ἀνιαρός grievous neut nom/voc/acc superl sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνιηραί — ἀνιαρός grievous fem nom/voc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνιηροῖο — ἀνιαρός grievous masc/neut gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»